σκληρός

σκληρός
σκληρός, ά, όν (σκέλλομαι ‘be parched, be dry’; Hes., Hdt.+; ‘hard [to the touch], harsh’)
pert. to being externally hard or rough, hard (to the touch), rough, of things λίθοι hard (OGI 194, 28; Wsd 11:4) Hs 9, 6, 8; 9, 8, 6ab. ῥάβδος rough, of a knotty stick (s. Pind., O. 7, 29; Diogenes the Cynic [IV B.C.] in Diog. L. 6, 21 σκληρὸν ξύλον=a hard staff; Aelian, VH 10, 16) 6, 2, 5.
pert. to causing an adverse reaction because of being hard or harsh, hard, harsh, unpleasant, fig. ext. of 1, of words (Demetrius in Stob., Flor. 3, 8, 20 vol. III p. 345 H.; Diogenes, Ep. 21; Gen 21:11; 42:7; Dt 1:17; En) J 6:60; Jd 15 (after En 1:9); s. Hv 1, 4, 2 (w. χαλεπός). ἐντολαί hard, difficult (Diod S 14, 105, 2 σκ. πρόσταγμα; Porphyr., Vi. Pyth. 8 προστάγματα) Hm 12, 3, 4f; 12, 4, 4 (w. δύσβατος). ἄνεμοι rough, strong (Aelian, VH 9, 14; Pollux 1, 110; Procop., Bell. 3, 13, 5; Pr 27:16) Js 3:4.
pert. to being difficult to the point of being impossible, hard, implying an adverse force that is unyielding, the neut.: σκληρόν σοι (sc. ἐστίν) it is hard for you w. inf. foll. Ac 9:4 v.l., 6 v.l.; 26:14.
pert. to being unyielding in behavior or attitude
of pers., in dealing with others hard, strict, harsh, cruel, merciless (Soph., Pla. et al.; OGI 194, 14; 1 Km 25:3; Is 19:4; 48:4; PsSol 4:2; EpArist 289; Mel., P. 20, 138) Mt 25:24. Of the devil Hm 12, 5, 1.
in response to a call for change of mind, subst. τὸ σκληρόν stubbornness w. gen. (Polyb. 4, 21, 1; Jos., Ant. 16, 151 τὸ σκ. τοῦ τρόπου) τὸ σκ. τῆς καρδίας the hardness of heart B 9:5 v.l. (for σκληροκαρδία, q.v.).—On the history of the word s. KDieterich, RhM, n.s. 60, 1905, 236ff; FDanker, Hardness of Heart, CTM 44, ’73, 89–100, Deafness and Hearing in the Bible, in The Word in Signs and Wonders, ed. DPokorny/RHohenstein ’77, 25–37.—B. 1064.—DELG s.v. σκέλλομαι. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκληρός — hard masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση και δεν κάμπτεται ή δεν πιέζεται: Ο χάλυβας ανήκει στα σκληρά μέταλλα. 2. μτφ., άσπλαχνος, πολύ αυστηρός: Μου φέρθηκε πολύ σκληρά. – Ο λοχαγός του είναι πολύ σκληρός. 3. άκαμπτος, άτεγκτος: Είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • Σκληρός, Αθανάσιος — Λόγιος και γιατρός του 17ου αι. Καταγόταν από το Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης και επονομαζόταν Πικρός και Πικρίδης. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έζησε στην Κρήτη, στην πρώτη περίοδο του μεγάλου Τουρκοβενετικού… …   Dictionary of Greek

  • Σκληρός, Γεώργιος — Ψευδώνυμο του γιατρού και κοινωνιολόγου Γ. Κωνσταντινίδη (Τραπεζούντα 1875 Αίγυπτος 1919). Ο Σ. σπούδασε ιατρική και βιολογία στην Ιένα της Γερμανίας, απ’ όπου πήγε στη Ρωσία. Εκεί, όπως φημολογείται, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας. Από τη… …   Dictionary of Greek

  • Πέτρος ο Σκληρός — (1334 – 1369). Βασιλιάς της Καστίλης. Γιος του Αλφόνσου IA΄ και της Μαρίας της Πορτογαλίας, έγινε βασιλιάς σε ηλικία 16 χρόνων και, τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη Λευκή των Βουρβόνων, την οποία όμως εγκατάλειψε τρεις μέρες αργότερα για χάρη… …   Dictionary of Greek

  • σκληρά — σκληρός hard neut nom/voc/acc pl σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc/acc dual σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότερον — σκληρός hard adverbial comp σκληρός hard masc acc comp sg σκληρός hard neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροτάτων — σκληρός hard fem gen superl pl σκληρός hard masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροτέραις — σκληρός hard fem dat comp pl σκληροτέρᾱͅς , σκληρός hard fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”